- αντικανονικότητα
- ηη ιδιότητα του αντικανονικού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… … Dictionary of Greek
φαλτσάρισμα — το, ατος 1. παραφωνία, παρατονία, δυσαρμονία: Είναι παράφωνος, κάνει φαλτσαρίσματα. 2. αντικανονικότητα, εκτροπή από την ομαλή πορεία: Ενώ του είπα να καθίσει φρόνιμα, αυτός όλο φαλτσαρίσματα είναι. 3. φάλτσο, λάθος: Στο παιχνίδι κερδίζει όποιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)